- ταρβήεις
- -εσσα, -εν, ΜΑ(ποιητ. τ.) αυτός που κατέχεται από φόβο, φοβισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταρβήεις — affrighted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)